- αποξηραντικός
- -ή, -όαυτός που συντελεί στην αποξήρανση: Θα γίνουν και νέα αποξηραντικά έργα στη Μακεδονία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποξηραντικός — ή, ό σχετικός με την αποξήρανση … Dictionary of Greek
αναξηραντικός — ή, ό (Α ἀναξηραντικός, ή, όν) [ἀναξηραίνω] αυτός που αποξηραίνει, που στεγνώνει, ο κατάλληλος για αποξήρανση, αποξηραντικός … Dictionary of Greek
εξικμαστικός — ἐξικμαστικός, ή, όν (Α) [εξίκμαση] αυτός που έχει την ιδιότητα να απορροφά την υγρασία από ένα σώμα, αποξηραντικός … Dictionary of Greek
ξηραντικός — ή, ό (ΑΜ ξηραντικός, ή, όν) [ξηραίνω] αυτός που έχει την ικανότητα, τη δύναμη ή την ιδιότητα να ξηραίνει, αποξηραντικός, στεγνωτικός («τὸ γὰρ τῇ γεύσει πικρόν, τῇ δυνάμει ξηραντικόν», Πλούτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηραντικά (ενν.… … Dictionary of Greek